- ξυπνητούρια
- τα(κοροϊδευτικά), ξύπνημα, μόνο στη φράση: «καλά ξυπνητούρια», για όσους ξυπνούν αργά ή αργούν να αντιληφθούν κάτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξυπνητούρια — τα 1. ξύπνημα 2. φρ. «καλά ξυπνητούρια» λέγεται σε κάποιον που μόλις ξύπνησε ή ειρωνικά σε κάποιον που ξύπνησε αργά ή αντιλήφθηκε ή πληροφορήθηκε κάτι καθυστερημένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξυπνητήρια, πληθ. του ἐξυπνητήριον, με σίγηση τού αρκτ. άτονου ε… … Dictionary of Greek